- πάπυρος
- (κύπειρος ο πάπυρος). Φυτό της οικογένειας των κυπειροειδών (μονοκοτυλήδονα) με στερεά στελέχη, όρθια και τριγωνικά, τα οποία φτάνουν σε ύψος τα 3 μ. Στην κορυφή κάθε στελέχους υπάρχουν τα φύλλα, τριχοειδή και γυρτά, που σχηματίζουν κομψές και παράξενες τούφες· τα άνθη σχηματίζουν ωοειδείς ταξιανθίες, συγκεντρωμένες σε κεφαλές που προστατεύονται από έξι βράκτεια, κοντά και λεπιδοειδή τα εσωτερικά, μακριά και φυλλοειδή τα εξωτερικά.
Eίναι είδος που φυτρώνει μόνο του και σκεπάζει μεγάλες εκτάσεις στις όχθες του Νείλου και άλλων ποταμών της Αφρικής και της Συρίας· στην Ευρώπη υπάρχει μόνο στη Σικελία, κοντά στις Συρακούσες. Μερικές φορές καλλιεργείται για διακοσμητικούς σκοπούς σε γλάστρες ή δεξαμενές.
Στην αρχαιότητα, ο π. χρησιμοποιήθηκε πολύ ως γραφική ύλη, παρόμοια με το χαρτί. Οι Αιγύπτιοι και άλλοι ανατολικοί λαοί τον καλλιεργούσαν πολλές χιλιάδες χρόνια προ Χριστού και τον επεξεργάζονταν με μια μέθοδο που περιγράφει ο Πλίνιος στη Φυσική Ιστορία του: η ψίχα (εντεριώνη) του στελέχους ή των κλαδιών κοβόταν σε λεπτότατες λωρίδες που τοποθετούνταν κάθετα η μια πλάι στην άλλη και σχημάτιζαν ένα πρώτο στρώμα, πάνω στο οποίο έμπαινε δεύτερο στρώμα από λωρίδες τοποθετημένες οριζόντια· τα φύλλα που σχηματίζονται με αυτόν τον τρόπο συνδέονταν το ένα με το άλλο ώστε να σχηματίζουν ταινίες μήκους πολλών μέτρων (είκοσι, τριάντα ή και σαράντα, ανάλογα με το μέγεθος του κειμένου), οι οποίες τυλίγονταν σ’ ένα ξύλινο κοντάρι. Πάνω σ’ αυτό έγραφαν κατά στήλες με ένα μυτερό καλάμι βουτηγμένο σε μελάνι, τις περισσότερες φορές μόνο από τη μια όψη, την εσωτερική (πάπυροι ανοπισθόγραφοι) ή –πολύ σπανιότερα– και στις δύο όψεις (πάπυροι οπισθόγραφοι). Αν και οι αρχαιότεροι π. ανήκουν στην αιγυπτιακή περίοδο (ο αρχαιότερος, ο οποίος χρονολογείται από το 2500-2000 π.Χ., θεωρείται εκείνος του Πρις, ο οποίος ονομάστηκε έτσι από τον Γάλλο Πρις ντ’ Αβέν, που τον ανακάλυψε στις Θήβες και τον μετέφερε στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού), το μεγαλύτερο μέρος των π. που έχουν βρεθεί είναι γραμμένοι στα ελληνικά, λίγοι στα λατινικά και αρκετοί στην κοπτική, στην αραμαϊκή και στην αραβική.
Αν και ο π. ως γραφική ύλη είναι ελάχιστα ανθεκτικός, πολλοί π. βρέθηκαν σε άριστη κατάσταση, γιατί προστατεύτηκαν από το ξηρό κλίμα και την άμμο· άλλοι βρέθηκαν μέσα σε περιτυλίγματα για μούμιες ή κλεισμένοι μέσα σε τάφους (αρκετά ενδιαφέρουσα ομάδα είναι εκείνη του λεγόμενου «Βιβλίου των νεκρών»). Η υιοθέτηση του φοινικικού αλφαβήτου από τους λαούς της Μεσογείου διέδωσε τη χρήση της γραφής και δημιούργησε την ανάγκη γραφικού υλικού: τότε άρχισε ο π. να εξάγεται σχεδόν παντού. Τον 7o αι. εμφανίστηκε στην Ελλάδα, και δύο αιώνες αργότερα η χρήση του γενικεύτηκε. Μόνο όταν το ειλητάριο (volumen) παραχώρησε τη θέση του στον κώδικα, αντικαταστάθηκε ο π. από την περγαμηνή, που ήταν πιο κατάλληλη για τη νέα μορφή που πήρε το βιβλίο. Η βιομηχανία ωστόσο του π. συνέχισε να υπάρχει και μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Αιγύπτου, φαίνεται μάλιστα ότι οι Ρωμαίοι έπαιρναν μόνο την πρώτη ύλη από εκεί και κατασκεύαζαν στην Ιταλία τα παπύρινα φύλλα. Τον 11 o αι. σταμάτησε η καλλιέργεια του φυτού και, όπως ήταν επόμενο, και η παραγωγή π. (τον 13o αι. όμως χρησιμοποιούσαν ακόμα στις αυλές π. για τα επίσημα έγγραφα).
Το φυτό πάπυρος, η ψύχα του οποίου χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα ως γραφική ύλη.
Παράσταση από Αιγυπτιακό πάπυρο, που δείχνει δέηση νεκρού στο θεό Όσιρι και χρονολογείται γύρω στα 1500π.Χ. («βιβλίο των νεκρών», Μουσείο Λούβρου).
* * *ο, ΝΜΑ, και πάπυρος, ἡ, Α1. το υδροχαρές φυτό Cyperus papyrus, γνωστότερο σήμερα είδος τού γένους κύπερος, από τις λωρίδες τού στελέχους τού οποίου κατασκεύαζαν οι Αιγύπτιοι την ομώνυμη γραφική ύλη και το οποίο ήταν αρχικά ιθαγενές τής βόρειας και τροπικής Αφρικής, όπου υπήρχε αυτοφυές σε αφθονία κατά μήκος τής όχθης τών ποταμών, εξαπλώθηκε όμως σε όλη την περιοχή τής Μεσογείου και στη νοτιοδυτική Ασία2. καθετί που κατασκευάζεται από το φυτό αυτό («ἐκ παπύρου καὶ κόλλης χάρτης κατασκευασθείς», Νείλ.)νεοελλ.συνεκδ. κάθε κείμενο γραμμένο σε «χαρτί» παρασκευασμένο από το φυτό αυτόαρχ.η ρίζα τού φυτού αυτού, την οποία χρησιμοποιούσαν ως τροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ., κατά την επικρατέστερη άποψη, αιγυπτιακής προέλευσης, πιθ. από την αιγυπτ. φρ. pa-p-ouro «βασιλικός» (πρβλ. και λ. βύβλος)].
Dictionary of Greek. 2013.